Blog

maria-mikaits

Γράφει η τρισεγγονή της Μαρία Τερέζα Διονυσία Παρπαρία Μίκαϊτς το γένος Μαρτινέγκου, με αφορμή το αφιέρωμα του «Πλατύφορου» για την Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου – Μάρτιος 2005.

Μπαίνοντας στη σάλα υποδοχής του σπιτιού που γεννήθηκα και έζησα όλη την προσχολική μου ζωή, αντίκριζα ένα μεγάλο πορτραίτο με μια μελαγχολική φυσιογνωμία, αλλά με σταθερό και σίγουρο βλέμμα. Από την μητέρα μου Αναστασία Μαρτινέγκου – δισέγγονη της Ελισάβετ – έμαθα ότι αυτό ανήκει στην προ-προ-νόνα μου Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου. Μου μιλούσε συχνά για εκείνη και μου έλεγε ότι ο αυστηρός και σκληρός πατέρας της την έκλεισε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια στη σοφίτα του σπιτιού τους για να την τιμωρήσει που τόλμησε να «κοιτάξει» έναν ποπολάρο, έναν παρακατιανό της.

Υπήρξε η αντίληψη ότι η Ελισάβετ έμαθε γράμματα όχι μόνο για να βρει φευγιό από το καταπιεστικό περιβάλλον της. Από την Αυτοβιογραφία της όμως συνειδητοποίησα πως γράμματα έμαθε όχι μόνο για να ξεφύγει, αλλά κυρίως, γιατί έκαιγε μέσα της το πάθος της μάθησης, της ελευθερίας σκέψης, της ισότητας της γυναίκας με τον άντρα, του σεβασμού στον ΑΝΘΡΩΠΟ. Συνειδητοποίησα ακόμη ότι η Ελισάβετ δεν είναι μόνο δική μου πρόγονος αλλά μητέρα κάθε γυναίκας και όλου του φεμινιστικού κινήματος. Γι αυτό, με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την γέννησή της τραγικής αυτής γυναίκας, που υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα λόγια – πεζογράφος, ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, μεταφράστρια, δοκιμιογράφος, δημοτικίστρια – και που έβαλε τη θεμέλιο λίθο στην απελευθέρωση της γυναίκας στην Ελλάδα, νοιώθω την ανάγκη και την υποχρέωση να τιμήσω την μνήμη της όχι μόνο σαν απόγονος της, αλλά κυρίως, σαν γυναίκα.

Η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου γεννήθηκε (2.10.1801) και πέθανε (5.11.1832) στη Ζάκυνθο σε μια εποχή κοινωνικά πολυτάραχη τόσο στο νησί μας με τις αλλαγές των κατακτητών, όσο και στην Ελλάδα με την Εθνικό ξεσηκωμό, αλλά και στην Ευρώπη που παλλόταν από μια πνευματική και δημιουργική ανησυχία. Ο πατέρας της, Φραγκίσκος Μουτζάν, πολιτικός παράγοντας και έπαρχος Ζακύνθου στην Αγγλική κατοχή, και η μητέρα της (το γένος Σιγούρου) άνηκαν στις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Ζακύνθου – οικογένειες όπως γράφει η ίδια «…με εκείνο το παλαιόν βάρβαρο και αφύσικον και απάνθρωπον ήθος όπου θέλει ταις γυναίκες ξεχωρισμένες από ανθρωπίνην εταιρίας…». Στο σπίτι τους, οι γυναίκες βρίσκονταν σε αυστηρή απομόνωση. Δεν επιτρεπόταν να βγαίνει από το σπίτι μόνη της. ακόμα και όταν είχαν επισκέψεις, τα κορίτσια δεν έρχονταν σε επαφή με τους καλεσμένους, παρά πήγαιναν στα δωμάτιά τους. Η Ελισάβετ αναγκαζόταν να δεχτεί αυτήν την καταπίεση όμως μέσα της ήθελε να ξεφύγει.

Την πρωτοβουλία για να μάθει τα πρώτα της γράμματα την πήρε η μητέρα της. Ούτε και για εκείνη ήταν εύκολο «Η Μητέρα μου επιθυμούσε να πάρει διδάσκαλον, αλλά αυτή η ταλαίπωρος δεν είχε καμίας εξουσίας και δεν ημπορούσε να διατάξει τα πράγματα της φαμίλιας της καθώς ήταν εις την αρεσκεία της.» Πρώτος δάσκαλός της ήταν ο ιερέας Τσουκαλάς. Για την Ελισάβετ ο διάβασμα αρχίζει και γίνεται τρόπος διαφυγής από το καταπιεστικό περιβάλλον του σπιτιού της, που σιγά – σιγά μετατρέπεται σε δίψα για μόρφωση. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της «…τα γράμματα σκοτίζουν το νου…» με την επιμονή της και την συνεπικουρία της μητέρας της έρχεται σε επαφή με τον δεύτερο δάσκαλό της, τον ιερομόναχο και φιλικό Θεοδόσιο Δημάδη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μόρφωσή της, αφού της μίλησε για τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. «Ημπορώ να είπω πως τότε ήμην πολλά ευτυχισμένη επειδή και είχα τον καλύτερο διδάσκαλον του τόπου και τα μαθήματα που ελάμβανα δεν ήσαν ουτιδανά…». Αλλά ο πατέρας της με εύσχημο τρόπο τον απομάκρυνε.

Η Η Ελισάβετ γίνεται ευαίσθητη, συναισθηματική, αγαπάει τα λουλούδια, την εξοχή, την φύση, την ελευθερία. Το σπίτι της το θεωρεί σκοτεινό «… εστάθηκα να το στοχαστώ με τον νου και με την φαντασίαν, μου εφάνει πως ήτο γεμάτο σκοτάδι όθεν εθαύμασα πως εδυνήθηκα να ζήσω τόσους χρόνους κλεισμένη εις αυτό…». Σε άλλο σημείο το βλέπει σαν φυλακή που μπορεί να της στοιχίσει την ίδια της την ζωή «… δια παντός εις το σπίτι! Α! Τούτος ο στοχασμός με έκαμε να τρομάξω, εγώ έβλεπα καλά πως τούτο το σπίτι εξ’ αποφάσεως, ήθελε να μου προξενήσει γλίγορον και κακόν θάνατον.»

Στα 17 της χρόνια αποζητά φυγή από την σκλαβιά της στο μοναστήρι. Εκεί ονειρεύεται να μάθει ζωγραφική και μουσική, να γράψει. «…Εις το μοναστήρι είναι ειρήνη λοιπόν είναι και ευτυχία…». Δεν ήθελε να πάει για θρησκευτικούς λόγους, ήθελε την ελευθερία της και ονειρευόταν να τυπώσει τα συγγράμματά της. «…Πως είχα να εξηγήσω από την Ελληνικήν εις την ημετέραν διάλεκτον διαφόρους εξόχους συγγραφείς της εκκλησίας μας και πως είχα να τους τυπώσω δια να προξενήσω εις τους άλλους οφέλειαν…» Δεν τα κατάφερε όμως …

Βλέπει καθαρά πως η μόρφωση είναι αυτή που θα σπάσει τα δεσμά της καταπίεσης της γυναίκας. «… Η Ελευθερία, μάλιστα δε και τα γράμματα, δίνουν εις τον άνθρωπο μεγάλην ευτολμίαν, μήτε τον αφήνουν να σύρνεται ωσάν ζώον, από την γνώμη των άλλων. Τώρα ίσως οι παλαιοί εγκάτοικοι τούτης της νήσου όντες ακόμη πολλά βάρβαροι δια να έχουν τας γυναίκας ωσάν σκλάβας εστοχάσθησαν να τας κρατούν κλεισμένας και αγράμματους. Εγώ έκαμα τούτον τον συμπερασμόν, διατί βλέπω πως όλοι οι κακοί άνδρες δεν αγαπούν τα γράμματα και την ελευθερίαν εις τας γυναίκας των. Έχωσι δίκαιον μα τον Δία όπου μια γυναίκα δεν ημπορεί ποτέ να μάθει την κακήν πολιτείαν του ανδρός της μήτε να δύναται να του την ελέγξη σωστά όταν δεν ευγένει από το σπίτι, και όταν είναι αγράμματα και αμαθής…»

Ο λόγος της είναι σε κάποια σημεία σκληρός, χωρίς ίχνος φόβου – που ίσως θα περίμενε κανείς. «… Εγώ μισώ, βδελύττομαι, ονειδίζω όλα τα βαρβαρικά, τα τυραννικά πράγματα, μήτε φοβούμαι εκείνους όπου τα αγαπούν και τα διαφεντεύουν…»

Σχολιάζει με αντιπάθεια την ανδροκρατική σκλαβιά των γυναικών. Ο πατέρας της ασχολούταν με τα πολιτικά και ο θείος της, αδελφός του πατέρας της και διαχειριστής της περιουσίας της οικογένειας ακόμα πιο απόμακρος «… Ο θείος ή ολίγον ή τίποτε συνομιλούσε μαζί με εμάς ταις γυναίκες…»

Τρυφερή η Ελισάβετ, ανησυχεί για την τύχη που θα της επιφύλασσε ένας γάμος. «…Εστοχαζόμην να υπανδρευτώ αν ίσως και ήθελεν ευρεθεί ο άνδρας δια εμένα όπου να μου αρέσουν τα ήθη του…». Και φοβόταν μην τυχόν κακοπαντρευτεί. «… περισσότερο από όλα εφοβόμουν, μεγάλως, να μην είχε τύχει να πάρω κανέναν από εκείνους τους άνδρας όπου θέλουν να έχουν την γυναίκα τους ωσάν σκλάβα και την νομίζουν δια κακήν, οπόταν αυτή ωσάν σκλάβα δεν θέλει να φέρεται…». Κάτι παρόμοιο άλλωστε παρουσιάζει και στον «Φιλάργυρο».

Τελικά, χωρίς καμία βοήθεια, είναι φυσικό να βγει νικημένη. Στα 29 της χρόνια, επί 10 μήνες παρακολουθεί από μακριά το παζάρεμα της προίκας της με τον κόντε Νικόλαο Μαρτινέγκο που της επέβαλλαν για σύζυγο.

Όμως στο μικρό διάστημα του έγγαμου βίου τους, μόλις 17 μήνες, ο σύζυγός της στάθηκε καλός και τρυφερός μαζί της. Ήταν άλλωστε αυτός που κράτησε το όνομά της ζωντανό και σεβάστηκε το έργο της μετά τον θάνατό της, 16 μέρες μετά την γέννηση του γιου της.

Η Ελισάβετ άρχισε να γράφει από την ηλικία των 16 ετών. Κατόρθωσε να μάθει με ελάχιστη βοήθεια Αρχαία Ελληνικά, ιταλικά και Γαλλικά. Μετάφρασε αρχαία κείμενα, έγραψε ποίηση, διαλόγους, δοκίμια, θεατρικά έργα, τραγωδίες, κωμωδίες και άλλα. Στην σύντομη ζωή της έγραψε πάνω από 30 έργα.

Το 1881 ο γιος της Ελισαβέτιος – που πήρε το όνομα της μητέρας του προς τιμήν της – λόγιος κι αυτός, από τους σημαντικούς της Ζακύνθου (έγραψε ποίηση, λιμπρέτα για όπερα, μεταφράσεις κ.α) – εξέδωσε για πρώτη φορά την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Η Μήτηρ μου». Στον επίλογό του παραδέχεται ότι την λογόκρινε «Τα παραλειφθέντα εκ της αυτοβιογραφίας της μακαρίτιδος μητρός μου συνίσταται εις οικογενειακάς τινάς περιστάσεις, εις τας πρώτιστας παιδικάς αυτής εντυπώσεις και αντιπαθείας προς οικογενειακά τινά πρόσωπα…». Τι άλλα χειρότερα είχε να γράψει για τα πρόσωπα που αναφέρεται; Προφανές είναι ότι λογόκρινε αυτό που από στόμα σε στόμα έφτασε και σε μένα, ένα σκίρτημα της καρδιάς της για έναν νέο που δεν ήταν της τάξης της. ο γιος της φοβήθηκε μην τυχόν και θιγεί η υπόληψη της μητέρας του. πάντως το γεγονός έγινε θρύλος και έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά αντικρουόμενα μεταξύ τους.

Με το έργο της ασχολήθηκαν λογοτέχνες και ιστορικοί όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος – του οποίου τιμάμε φέτος 50 χρόνια από τον θάνατό του, ο Λεωνίδας Ζώης, ο Γεώργιος Βαλέτας, η Μαριέττα Γιαννοπούλου, η Διδώ Σωτηρίου, ο καθηγητής Φαίδων Μπουμπουλίδης που στα χέρια του βρέθηκαν χειρόγραφα της Ελισάβετ και που το 1965 εξέδωσε την «Αυτοβιογραφία» της μαζί με το θεατρικό έργο «Ο Φιλάργυρος» που έγραψε το 1823. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο αυτό ανέβηκε το 1989 από το Αθηναϊκό θέατρο σε σκηνοθεσία Γ. Γραμματικού.

Αφήνω τελευταίους δύο συντοπίτες μας που έπαιξαν βασικό ρόλο στο να γίνει ευρύτερα γνωστή η Ελισάβετ: τον Κ. Πορφύρη και τον Ντίνο Κονόμο. Ο Κ. Πορφύρης το 1956 σε πολύ δυσμενείς συνθήκες , που περιγράφει ο ίδιος στον πρόλογό του, καταφέρνει να εκδώσει την «Αυτοβιογραφία» της Ελισάβετ. Ο ίδιος γράφει «… η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ είναι ένα από τα καλύτερα νεοελληνικά κείμενα και η αξία της γίνεται μεγαλύτερη όταν σκεφτούμε πως η συγγραφέας είναι μια αυτοδίδαχτη γυναίκα που εδώ και ενάμιση αιώνα πάνω – κάτω άνοιξε τον δρόμο της νεοελληνικής πεζογραφίας. (…) Το κείμενό της έχει αφέλεια, απλότητα, συναισθηματισμό και αυθορμητισμό, δραματικότητα και λυρισμό. Το γράψιμό της είναι γλυκό, απαλό, βελούδινο.» Και παρακάτω «…Οι ιδέες της αυτές (σ. στην Αυτοβιογραφία) δίνουν στην Ελισάβετ τη θέση του προοδευτικού διανοούμενου, διαφωτιστή και κήρυκα των δικαιωμάτων του ατόμου. Ειδικότερα όμως οι ιδέες της για την γυναίκα, την ανεβάζουν στο ύψος του προδρόμου του αγώνα για το ξεσκλαβωμό της γυναίκας.»

Ο Ντίνος Κονόμος, αυτός ο γλυκός άνθρωπος, ο βέρος Ζακυνθινός με την απέραντη αγάπη για το νησί του, με το ωραίο του χιούμορ. Αυτός ο ανιδιοτελής, ο επιστήμονας, που τόσα πρόσφερε στη Ζάκυνθο. Τον γνώριζα από πάντα, όντας οικογενειακός φίλος με την μητέρα μου. Σε αυτόν η μητέρα μου Αναστασία Μαρτινέγκου έδωσε τα χειρόγραφα της Ελισάβετ. Αυτός ήταν που μέσα από τα “Επτανησιακά Φυλλα” έκανε γνωστή την Ελισάβετ. Στο δικό του σπίτι βρίσκονταν τα χειρόγραφά της και κάηκαν στον σεισμό του 1953. Όταν μας το είπε τον είδα για πρώτη φορά να δακρύζει.

Η Ελισάβετ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του Ελλαδικού χώρου. Μια ακάματη αγωνίστρια κατά της καταπίεσης και της αμορφωσιάς. Που αν δεν ήταν γυναίκα και δεν πέθαινε τόσο νέα πιθανόν σήμερα να βρισκόταν στο πάνθεο των μεγάλων της εποχής Μάτεση, Τερτσέτη, Σολωμού, Κάλβου και άλλων.

ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ: Το πορτραίτο της, έργο του μεγάλου επτανησιακού ζωγράφου Νικόλαου Καντούνη, δεν κάηκε στους σεισμούς όπως παντού γράφτηκε. Τον πίνακα τον αγόρασε από την μητέρα μου πριν τους σεισμούς ο οικογενειακός φίλος αείμνηστος Διονύσιος Ρώμας, τότε διευθυντής του Εθνικού θεάτρου, για λογαριασμό της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου και βρίσκεται. Έτσι σώθηκε το πορτραίτο της από τους σεισμούς, γιατί το σπίτι των Μαρτινέγκων μπορεί να μην έπεσε, αλλά η φωτιά το κατέστρεψε ολοσχερώς μαζί με τα κειμήλια και τα προσωπικά αντικείμενα (μόνο ελάχιστα σώθηκαν).

Με την ευκαιρία εκφράζω την επιθυμία και την ευχή ο πίνακας αυτός να μεταφερθεί στο Μουσείο της γενέτειράς της Ελισάβετ, στο νησί μας.

Μαρία Τερέζα Διονυσία Παρπαρία Μίκαϊτς το γένος Μαρτινέγκου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *