Το παρακάτω κείμενο διαβάστηκε στην Αθήνα, στο Λύκειο των Ελληνίδων, την Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 1924.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το όνομα Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου ακούεται σ’ αυτήν την αίθουσα. Όταν, στο Γυναικείο Συνέδριο, είχα την τιμή να μιλήσω εδώ για τις Ελληνίδες που διεκρίθηκαν κατά τους νεότερους χρόνους στα Γράμματα, μεγάλο μέρος της ομιλίας μου εκείνης το αφιέρωσα στη Ζακυνθινή Λογία, γιατ’ ήταν όχι μόνο μια από τις αξιολογότερες, αλλά και μια από τις αγνωστότερες. Δυστυχώς!
Η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου δεν ήταν, ούτ’ έγινε ακόμα όπως έπρεπε γνωστή. Δεν την γνωρίζουμε αρκετά ούτε μεις που μιλούμε και ξαναμιλούμε γι αυτήν. Και τούτο γιατί το Έργο της, το έργο που θα μας την εγνώριζε στην εντέλεια, μένει ακόμα – κι αν μένουν κιόλα, αν υπάρχουν ακόμα κάπου τα παλιά εκείνα κιτρινισμένα χειρόγραφα των αρχών του περασμένου Αιώνα, – μένει ανέκδοτο. Το ξέρουμε απλώς από τους τίτλους των Ελληνικών και Ιταλικών κομματιών που το αποτελούν, κωμωδιών, τραγωδιών και δραμάτων, και μαντεύουμε την αξία του από μερικά τεκμήρια, μερικά αποσπάσματα δημοσιευμένα στην Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου, καθώς κι απ’ την ίδια την Αυτοβιογραφία που είναι πραγματικώς ένα ωραίο λογοτέχνημα.
Κι ίσως τώρα κάποιος, με το δίκιο του, θ’ απορούσε: Πως μιλούμε ή πως μπορούμε να μιλούμε για μια γυναίκα που το έργο της το λογοτεχνικό μάς είναι τόσο άγνωστο; Ναι, αλλά της γυναίκας αυτής γνωρίζουμε καλά τη ζωή. Τη γνωρίζουμε απ’ όσα έγραψαν γι αυτήν οι ιστορικοί Χιώτης, Ζώης και Δεβιάζης. Τη γνωρίζουμε προπάντων από την Αυτοβιογραφία της την τυπωμένη. Κι η Ζωή αυτή είναι τόσο αλλοιώτικη, τόσο εξαιρετική, τόσο δυνατή, τόσο γεμάτη και τόσο ωραία, ώστε και μόνη αυτή φθάνει για να μας παρουσιάζει την Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου σαν μια μεγάλη αληθινά γυναικεία Μορφή. Η Ζωή της, τέτοια που είναι μας ενδιαφέρει όσο θα μας ενδιέφερε και το Έργο της, γιατί μας δείχνει την ίδια ψυχή, την ίδια ιδιοσυγκρασία, την ίδια διάνοια, την ίδια καρδιά που θα μας έδειχνε κι εκείνο. Επί τέλους τι άλλο είναι το έργο του συγγραφέα παρά η έκφραση της ψυχής του; Κι όταν γνωρίζουμε αυτή την ψυχή απ’ όσα σκέφτηκε κι απ’ όσα έκαμε στη ζωή του, είναι το ίδιο σα να τη γνωρίζαμε κι από τα βιβλία του. Ίσως μάλιστα και καλύτερο! Ας προσθέσω ότι υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που η ζωή τους είναι ανώτερη από το έργο τους, που περισσότερο μας συγκινεί, μας διδάσκει, μας φρονηματίζει, μα μια λέξη μας ε ν δ ι α φ ε ρ ε ι το πώς έζησαν, το τι έκαμαν, το τι υπέφεραν, το πώς αγωνίστηκαν για ένα ιδανικό, το πώς ενίκησαν ή και το πώς ενικήθηκαν σ’ έναν άνισον αγώνα, παρά το τι έγραψαν. Αυτές τις μέρες ίσα – ίσα έλαβ’ αφορμή ν’ ασχοληθώ και πάλι με μιαν άλλη δυνατή Επτανησιακή φυσιογνωμία, με τον έξοχο εκείνο σατυρικό ποιητή και κοινωνικό φιλόσοφο της Κεφαλληνίας, τον Ανδρέα Λασκαράτο. Ξαναδιάβασα τα έργα του, διάβασα για πρώτη φορά και την ανέκδοτη ακόμα Αυτοβιογραφία του, σε μια Γαλλική μετάφραση του χειρόγραφου, τυπωμένη σ’ ένα βιβλίο του γνωστού Ελληνιστή κ. Περνό. Ε, λοιπόν! Απ’ όλα τα έργα του Λασκαράτου, πεζά και έμμετρα, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά, η Αυτοβιογραφία αυτή μου φάνηκε το πιο ωραίο, το πιο ενδιαφέρο. Κι έφτασα στο συμπέρασμα πως ο Ανδρέας Λασκαράτος θάταν για μας επίσης μεγάλος και επιβλητικός, κι αν δεν ξέραμε κανέν’ από τα βιβλία του, αν δεν τον εγνωρίζαμε παρά μόνο σαν άνθρωπο απ’ αυτήν την Αυτοβιογραφία, από την αληθινά μεγάλη κι ωραία ζωή του. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου. Η ζωή της μας επιβάλλεται, μας δεσμεύει, μας γεννά συγκίνηση, θαυμασμό κι ενθουσιασμό. Είπα για το Λασκαράτο πως με τα ιδανικά του, τους αγώνες του και τους διωγμούς του από μια εξαγριωμένη εναντίο του κοινωνία, γιατί επέμενε να της λέει την Αλήθεια, για το Λασκαράτο αυτόν που κινδύνεψε μια φορά , στ’ Αργοστόλι, να πεθάνει της πείνας με τους δικούς του, κλεισμένος στο σπίτι του και πολιορκημένος από την άγρια λαϊκή οργή, είπα πως είναι ένας ήρωας ιψενικός. Ο Ίψεν θα μπορούσε να τον κάνει δράμα, να τον υψώσει σε σύμβολο. Απαράλλαχτα κι η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου είναι μια ηρωίδα ιψενική. Σε μια εποχή, σε μια κοινωνία και προπάντων σε ένα σπίτι, – στο πατρικό της – όπου τέτοια κινήματα ούτε προηγούμενα είχαν ούτε ανεκτά γίνονταν, η γυναίκα αυτή, καταδικασμένη να ζει στο σκοτάδι της σκλαβιάς όπου ζούσαν τότε οι γυναίκες, εφώναξε, διαμαρτυρήθηκε, αγωνίστηκε να ελευθερωθεί.
Η Αυτοβιογραφία της δεν είναι παρά η εξιστόρηση αυτής της πάλης που αναγκάστηκε να κάμει με τους δικούς της και τις προλήψεις τους, που ήταν κοινωνικές προλήψεις της εποχής. Κι όπως είπα και τότε που πρωτομελέτησα γι αυτήν, η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου, η Ζακυνθινή των αρχών του περασμένου Αιώνα, υπήρξε μια από τις πρώτες – πρώτες, η πρώτη ίσως Ελληνίδα Χειραφετημένη και Φεμινίστρια. Εκείνη την εποχή, φυσικά, δεν ζητούσε για την γυναίκα παρά λίγα πράγματα: να μπορεί ν’ αναπνέει λίγο καθαρό αέρα έξω απ’ το σκοτεινό γυναικωνίτη με τα καφασωτά παράθυρα. Να μπορεί να μαθαίνει γράμματα, να εκπαιδεύεται, να καλλιεργείται πνευματικά, χωρίς αυτό να είναι αποκλειστικό προνόμιο του αδελφού της, και τέλος να μπορεί να γράφει, αν ήθελε, και να δημοσιεύει. Αλλά ζητώντας από τότε τα μικρά αυτά και λίγα δικαιώματα, γίνεται πρόδρομος των σημερινών Γυναικών που ζητούν τα πολλά και τα μεγάλα. Δεν θέλω να πω καθαυτό πως το παράδειγμά της ενθάρρυνε τις ομόφυλές της ή πως τις επηρέασε το κήρυγμά της, μολονότι η Αυτοβιογραφία της, τυπωμένη το 1881 στην Αθήνα, από πολλές Ελληνίδες διαβάστηκε τότε, και στην Επτάνησο και παντού. Αλλά θέλω να πω πως τον ευγενικό αγώνα της Ελληνίδος Γυναίκας, και χτες και σήμερα και πάντα, τον ενισχύει μια μεγάλη γυναικεία Μορφή σαν την Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου, που σε τόσο μακρινή και σκοτεινή εποχή, σήκωσε την ίδια σημαία και αγωνίστηκε για τις ίδιες ιδέες. Κι ακόμα γιατί καθένας, εξετάζοντας την ιστορική αυτή Μορφή, βλέποντας τα μεγάλα ηθικά και διανοητικά χαρίσματα αυτής της Ελληνίδας, δεν μπορεί παρά ν’ αναγνωρίσει πως κάθε δικαίωμα και κάθε προνόμιο της άξιζε. Έτσι η Ζακυνθινή λογία, εν’ από τα καλύτερα στολίδια και τα καυχήματα του Ελληνικού γυναικόκοσμου, δείχνει πόσο δυνατό είναι και στην Ελλάδα το ωραίο φύλλο, αφού από τότε έβγαζε γυναίκες τέτοιας πνευματικής υπεροχής.
Αλλά πριν μπούμε στα καθέκαστα της Ζωής που θα μας απασχολήσει, πρέπει να λύσουμε ευθύς εξαρχής μια απορία που δεν μπο9ρεί παρά να γεννηθεί σε λίγο, ή να γεννήθηκε κιόλα, στο ακροατήριο. Η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου είδε το φως στην Ζάκυνθο το 1801, έζησ’ εκεί και πέθανε το 1832. Ξέρουμε όμως πως αυτή την εποχή, στη Ζάκυνθο, που ύστερ’ απ’ τους Βενετούς είχε περάσει σχεδόν αμέσως στους Άγγλους, που ποτέ δεν την επάτησε Τούρκος και ποτέ, καθώς λέει ο Κάλβος της, δεν εγνώριζε «την σκληράν μάστιγα εχθρών τυράννων» άνθιζε ένας ωραίος πολιτισμός. Πως, μέσα σε τέτοιο πολιτισμό, μέσα σε τέτοια ελευθερία, η Γυναίκα μπορούσε να έχει τόση δουλική θέση, ώστε να μη βλέπει τον κόσμο παρ’ από τα καφάσια του γυναικωνίτη, όπως στην Τουρκία, και να μη μπορεί να μάθει παρά λίγα κολλυβογράμματα από κανέναν παπά με το «Φτοήχι» Θάταν πολύ παράξενο μα την αλήθεια! Και να, ξένοι που επισκέφτηκαν εκείνον τον καιρό την Επτάνησο κι έγραψαν τις εντυπώσεις τους, μαρτυρούν και βεβαιώνουν πως στην Ζάκυνθο ίσα – ίσα εγνώριζαν αρχόντισσες με μεγάλη μόρφωση κι εξυπνάδα, που η συναναστροφή τους ήταν αληθινή απόλαυση. «Ευρισκόμενος σ’ ένα σαλόνι Ζακυνθινό, – λέγει ένας απ’ τους ξένους, – ενόμιζα πως βρίσκομαι σ’ ένα σαλόνι Ευρωπαϊκό οποιοδήποτε». Αλλά και ο Λασκαράτος, είκοσι μόλις χρόνια αργότερα, που πρωτοπήγε στην Ζάκυνθο διωγμένος για τις ιδέες του και διώχτηκε κι από κει για τις ίδιες ιδέες, που του δώθηκε επομένως αφορμή ν’ ανακατωθεί και να γνωρίσει καλά τη Ζακυνθινή κοινωνία εκείνου του καιρού από πνευματική άποψη, – βρίσκει τις Ζακυνθινές όχι μόνο μορφωμένες αλλά κι ανώτερες από τους άντρες. «Στη Ζάκυνθο, λέει, οι κυρίες και οι γυναίκες γενικά υπερέχουν τους άντρες και κατά το νου και κατά την καρδιά». Πως μπορούσε λοιπόν να συμβαίνει αυτό αν ζούσαν στη σκλαβιά που μας παρουσιάζει η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου; Εν΄από τα δύο: ή αυτή λέει ψέμματα ή οι επισκέπτες του καιρού της. Αλλά όχι, κι αυτοί την αλήθεια μαρτυρούν κι εκείνη πολύ΄περισσότερο. Ιδού πως εξηγείται η φαινομενική διαφωνία: η Ζακυνθινή κοινωνία δεν ήταν όλη η ίδια, όπως μπορεί να ‘ναι σήμερα. Σε πολλά σπίτια επικρατούσαν πραγματικώς τα παλαιά «βαρβαρότατα εκείνη ήθη που ήθελαν την γυναίκα χωρισμένη από την ανθρώπινη εταιρεία». Σε άλλα όμως κι όχι λίγα, επικρατούσαν πιο νέα φιλελεύθερα συστήματα. Οι γυναίκες τους έβγαιναν έξω, μάθαιναν όσα γράμματα ήθελαν, ταξίδευαν, συναναστρεφόνταν κόσμο, ζούσαν. Και τα διαφορετικά αυτά σπίτια δεν άνηκαν σε τάξεις διαφορετικές, – τα τυραννικά π.χ. στη μεσαία ή στην κάτω, τα φιλελεύθερα στην ανώτερη, – αλλά κάθε τάξη, κι η ανώτερη επίσης, είχε απ’ αυτά, είχε κι από κείνα. Τα σπίτι της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου, το πατρικό της σπίτι, το μουτσέικο, έτυχε να ‘ναι από τα πιο αριστοκρατικά, αλλά και από τα πιο τυραννικά για τη γυναίκα (κατά δυστυχία της; κατ’ ευτυχία της; Αυτό δεν το ξέρουμε γιατί ίσως ο βαρύς εκείνος ζυγός έκαμε να λάμψει το πνεύμα κι η αρετή της Ελισάβετ).
Αυτή η ίδια, στην Αυτοβιογραφία της, ομολογεί πως υπήρχαν στον τόπο σπίτια με συστήματα άλλα. Κι εγώ ακόμα, που τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια τα πέρασα στη Ζάκυνθο, εγνώρισα σπίτια όλων των τάξεων, όπου οι γυναίκες χαίρονταν τη μεγαλύτερη ελευθερία, καθαυτό ισότιμες με τον άντρα, κι άλλα πάλι, λιγοστά βέβαια, όπου οι δυστυχισμένες αυτές ζούσαν κατάκλειστες κι αθέατες στο γυναικωνίτη. Μερικές απ΄ αυτές δεν έβγαιναν παρά μόλις και μετά βίας για να πάνε στην Εκκλησιά, ή κρυφά, αγνώριστες με τη μάσκα, το Καρναβάλι. Άλλες πάλι δεν εζούσαν σαν ελεύθεροι άνθρωποι παρά μόνο το καλοκαίρι στην ελεύθερη εξοχή. Κι ούτε γράμματα μπορούσαν να μάθουν, όση κι αν ήταν η ευφυΐα τους κι η φιλομάθειά, ούτε να γνωρίσουν τον κόσμο σ’ ό,τι πιο ωραίο, ευγενικό, χαρούμενο κι αθώο μπορεί να ‘χει για τους ελεύθερους.
Κι όμως πατέρας της Ελισάβετ ήταν ο Φραγκίσκος Μουτζάς ή Μουτζάν, ένας μεγάλος και πλούσιος άρχοντας, που αν ήταν και λίγο νεωτεριστής, θα μπορούσε να καμαρώνει την όρη του τρισευτυχισμένη. Η οικογένεια καταγόταν από την Βενετία και παλαιότερα ακόμη από την Ισπανία, κι ήταν γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ Όρο, τη Χρυσόβιβλο των Ευγενών της Ζακύνθου από του 1633.
Ο Φραγκίσκος Μουτσάν, νομικός πολιτικός, νομοθέτης, εχρημάτισε κι Έπαρχος Ζακύνθου από το 1818 έως το 1823 και πληρεξούσιος στην Κέρκυρα, έλαβε μέρος στη σύνταξη του νέου Συντάγματος του ιονίου Κράτους. Ήταν τιμημένος με το Αγγλικό παράσημο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου και πέθανε το 1851. Πρωτύτερα όμως είχε πεθάνει κι ο μόνος του γιος. Η μεγάλη οικογένεια έσβηνε, γιατί κι ο αδελφός του, – ο περίφημος εκείνος «αγαπητός θείος», ο «caro Zio» της Ελισάβετ, που αντιστεκόταν στις κλίσεις της περισσότερο κι από τον πατέρα της, – δεν είχε παιδιά. Κατά το Ζακυνθινό έθιμο, τα σπίτια που πενθούν, κλείνουν ή γέρνουν απλώς, – λιμπρέτο καθώς το λένε, – τα παραθυρόφυλλα της φάτσας και τα’ αφήνουν έτσι από τρεις μήνες ως ένα χρόνο, ανάλογα με το πένθος. Ο Φραγκίσκος Μουτζάν, όταν πέθανε ο γιος του, – το αναφέρει στο Ζακυνθινό λεξικό του ο κ. Ζώης, – τα έκλεισε ερμητικά, αφού αφού έγραψε στο καθένα από ένα Α και από ένα Ω, – ότι πάει δηλαδή, τελείωσε πια, – κι έτσι κλειστά κι ανεπίγραφα έμειναν ως που πέθανε κι αυτός! Δεν μπορούμε να βγάλουμε θετικό συμπέρασμα απ’ αυτό το περιστατικό, γιατί δεν ξέρουμε αν, την εποχή που πέθανε ο γιος του Φραγκίσκουν Μουτζάν, ήταν κι όλας πεθαμένη η Ελισάβετ που, καθώς είδαμε, μόλις έζησε τριάντα χρόνια. Αν ζούσε όμως θα πει πως ο πατέρας της δεν την λογάριαζε πολύ, ούτε ήταν σε θέση, ο νομοθέτης κι ο ιππότης, να την εκτιμήσει. Είχε μια κόρη ικανή να τιμήσει και να δοξάσει την οικογένειά του για πάντα, με την μόρφωσή της. Είχε μια κόρη που λίγο να την βοηθούσε, λίγο να την έσπρωχνε, θα ‘παιρνε από τότε τη θέση σε δύο λογοτεχνίες. Είχε μια κόρη που κι έτσι ακόμα, περιορισμένη, δυσκολεμένη και λιγόζωη, μας κάνει να θυμούμαστε τα’ όνομα Μουτζάν που αλλιώτικα θα ήταν ξεχασμένο, – κι εκείνος, ο πατέρας, περίμενε από ένα γιο, ένα κοινότατο άνθρωπο, ασήμαντο, ηλίθιο ίσως, να συνεχίσει την οικογένεια! Πέθανε αυτός ο γιος; Τελείωσαν όλα! Α και Ω! Δεν μοιάζει με άνθρωπο που θα είχε στην μια του τσέπη ολόκληρο θησαυρό και που θα έψαχνε στην άλλη να βρει λίγα κέρματα, νομίζοντας πως αυτά είναι όλη του η περιουσία; Αλλά ας μην τον αδικούμε. Τέτοιοι ήταν οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του. Εννοείται όμως ότι με τέτοιες ιδέες, με τέτοια αντίληψη, δεν είναι καθόλου παράξενο πως ο Φραγκίσκος Μουτζάν κι ο ομοϊδεάτης αδελφός του, κι ο γιος του ύστερα, ετυράννησαν τόσο την Ελισάβετ και με δυσκολία την άφησαν να σπουδάσει όσο ήθελε, και τα έργα της δεν της επέτρεψαν να εκδώσει ποτέ κι όταν την κυρίευσε η ιδέα να φύγει, να κλειστεί σ’ ένα Μοναστήρι, για να μπορεί από κει να γράφει και να δημοσιεύει, αντιστάθηκαν τόσο σ’ αυτό το σχέδιο, ως την ανάγκασαν να το παρατήσει και να παντρευτεί όπως ήθελαν.
Μητέρα της Ελισάβετ ήταν η Αγγελική Σιγούρου, κι αυτή από μεγάλη, Ιταλικής κι αρχαιότερα Νορμανδικής καταγωγής, Ζακυνθινή οικογένεια, μεγαλύτερη κι από την πατρική της, με πολλούς δυνατούς αληθινά κι ένδοξους προγόνους (Segur). Θα ‘λεγε ίσως τώρα κανένας: Ώστε η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου δεν ήταν Ελληνίδα, αφού ο πατέρας της ήταν Ιταλός κι ο άντρας ο Μαρτινέγκος Ιταλός, κι η μητέρα της Ιταλίδα; – Καθόλου! Όλοι αυτοί που ακούτε, Μουτζάδες, Σιγούροι, Μαρτινέγκοι, όχι σήμερα, αλλά κι από τότε, ήταν Έλληνες, κατάγονταν από την Ιταλία ή από την Ισπανία ή από την Νορμανδία, αλλά από αιώνες είχαν τέλεια εξελληνιστεί. Στην Ζάκυνθο, η μητρική τους γλώσσα ήταν η Ελληνική. Κι η θρησκεία του ακόμα ήταν η ορθόδοξη. Η οικογένεια Σιγούρου από τα 1500 είχε δώσει έναν Αρχιερέα κι έναν Άγιο της Ορθοδοξίας, τον Άγιο Διονύσιο, τον πολιούχο της Ζακύνθου. Ορθόδοξοι και οι Μουτζάδες, ορθόδοξοι κι οι Μαρτινέγκοι. Στα σπίτια τους εκείνο τον καιρό μπορεί να μιλούσαν κι Ιταλικά. Ελληνικά όμως μιλούσαν περισσότερο. Αυτή ήταν, που λέμε, η γλώσσα της καρδιάς τους. Έτσι κι η Ελισάβετ πρώτα έμαθε Ελληνικά κι έπειτα Ιταλικά. Από τα έργα της, άλλα τα ‘γραψε στη μητρική της γλώσσα κι άλλα στην ξένη. Την Αυτοβιογραφία της όμως, το βιβλίο όπου ήθελε να βάλει όλη της την ψυχή, την έγραψε Ελληνικά. Που θα πει πως η Ελληνική ήταν η καθαυτό της γλώσσα κι η ίδια δεν ήταν παρά μια Ελληνίδα!
Αλλά, όπως δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί αυτό, έτσι πρέπει και μεις να ομολογήσουμε άλλες δύο αλήθειες: πρώτο, ότι η μακρινή Ιταλική καταγωγή της Ελισάβετ συντέλεσε να γεννηθεί με μια τόσο δυνατή ιδιοφυΐα και κλίση στα γράμματα, σ’ εποχή ακόμα και που στον τόπο της και στην άλλη Ελλάδα, τα γυναικεία ταλέντα ήταν πολύ πιο σπάνια από σήμερα. Και δεύτερο ότι και στην αριστοκρατική της γέννηση χρωστά την επίδοσή της στα πνευματικά και τη μόρφωση ενός δυνατού χαρακτήρα, γιατί ως εκείνο τον καιρό, και στη Ζάκυνθο και λίγο παντού, μόνο σχεδόν η ανώτερη κοινωνική τάξη έβγαζε τέτοιες υπέροχες φυσιογνωμίες, γιατί και μόνη αυτή είχε τα προνόμια και τα μέσα μιας καλλιέργειας που τα ίχνη της μεταβιβαζόνταν κληρονομικώς από γενεά σε γενεά. Σήμερα παρατηρείται το εναντίο, τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα δείχνουν δυνατότερη ζωή. Αλλά και σήμερ’ ακόμα, – ίσως γιατί δεν πέρασαν αρκετοί αιώνες από την Γαλλική Επανάσταση, – χαρακτήρες σαν εκείνους τους μεγάλους της Επτανησιακής Ακμής, είναι σπάνιοι. Η Αριστοκρατία έπαψε πια να βγάζει. Η Λαϊκή τάξη δεν άρχισε ακόμα…
Αλλ’ ας μπούμε στο αρχοντικό των Μουτσάδων.
Ο πατέρας της ο Φραγκίσκος, ήταν δοσμένος στην πολιτική. Δεν είχε καιρό να φροντίζει για το σπίτι του και για τα παιδιά του. Ο θείος ο Αντώνης, ανύπαντρος αυτός, – ως συνήθως, στις παλιές εκείνες οικογένειες, όπως παρατηρεί κι η Ελισάβετ, ο πρωτότοκος μόνον παντρεύονταν, οι άλλοι αδελφοί έμεναν ανύπαντροι, – είχε την επιστασία των κτημάτων και την οικονομική γενικά διεύθυνση του σπιτιού. Τις άλλες φροντίδες, τις οικιακές, τις μοιράζονταν η γιαγιά και η μητέρα. Το πρώτο παιδί, φαίνεται, ήταν η Ελισάβετ. Σε λίγο γεννήθηκε ο περίφημος γιος, ο Α και Ω, αργότερα ένας άλλος, που πέθανε όμως οκτώ χρονών, και τέλος μια κόρη, η Μαρία.
Η σπουδαιότερη περιπέτεια, να πούμε έτσι, αυτής της οικογένειας, όσο ζούσε μαζί της και η Ελισάβετ, ήταν μια σοβαρή αρρώστια του πατέρα, ένα είδος λυπομανίας, μια επίμονη μελαγχολία με παραφορές όμως που τον έκαναν να λέει και «λόγια έξω της τάξεως» κατά τη φράση της κόρης του. Έναν καιρό είχε φύγει από τη Ζάκυνθο, με την πρόθεση να μείνει στην Ιταλία για πάντα, αφήνοντας το σπίτι του στον αδελφό του. Δυο γράμματα της Ελισάβετ , – τα πικρότερα, λέει, τα φοβερότερα, αν και πιο ευσεβέστατα γράμματα που έγραψε ποτέ κόρη προς πατέρα – τον έφεραν σε συναίσθηση και τον έκαμαν να γυρίσει. Αλλά για χρόνια η κατάσταση του τον εκράτησε μακριά από κάθε οικογενειακή υπόθεση. Επιτέλους έγινε λίγο καλύτερα και μπόρεσε να λάβει μέρος κι αυτός στ’ ατελείωτα εκείνα διαβούλια για το γάμο της Ελισάβετ με το Νικόλαο Μαρτινέγκο, που τους παίδεψε πέντε μήνες ως που να συμφωνήσει ο ευλογημένος στο «προικιό» και να κλείσει η συνθήκη. Κι η Ελισάβετ, που δεν κατόρθωσε να γίνει, όπως επιθυμούσε, καλόγρια, παντρεύτηκε στα εικοσιεννιά της χρόνια. Αλλά δεκάξι μέρες μετά την γέννηση του πρώτου της παιδιού, πέθανε από επιλόχειο πυρετό. Το παιδί πήρε το όνομά της. κι είναι ο ποιητής Ελισαβέτιος Νικολάου Μαρτινέγκος, αυτός που τύπωσε, στα γράμματά του πια, την Αυτοβιογραφία της, με την υπόσχεση να τυπώσει και τα έργα της, – υπόσχεση όμως που δυστυχώς δεν μπόρεσε ποτέ να εκπληρώσει.
Αλλά και την Αυτοβιογραφία δεν την τύπωσε ολάκερη. Παράλειψε, καθώς λέει ο ίδιος, «οικογενειακάς τινάς περιστάσεις, τας πρωτίστας παιδικάς αυτής εντυπώσεις, συμπαθείας αυτής ή αντιπαθείας προς οικογενειακά τινά πρόσωπα» κλπ. Πράγματα ασήμαντα, «ενδιαφέροντα μόνο εμέ και τους στενούς συγγενείς». Πολύ φοβούμαι πως τα παραλειφθέντα αυτά είναι τα ωραιότερα, προπάντων οι πρώτες παιδικές εντυπώσεις της Ελισάβετ. Οπωσδήποτε η τυπωμένη αυτοβιογραφία της αρχίζει από την ηλικία των οκτώ χρονών, όταν πρωτάρχισε να διαβάζει, και τελειώνει ως την παραμονή του γάμου της με το Μαρτινέγκο. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από την μητέρα της κι από τη γιαγιά της. (Ελληνικά γράμματα, όχι Ιταλικά. Και με την Οκτώηχο πρώτα – πρώτα, «τας εσπερινάς ημών ευχάς…»). Με την μητέρα της, δεν τα κατάφερε καθόλου καλά. καθώς καλύτερα τα πήγε με την γιαγιά της. Κι έμαθε να «καπακίζει», να συλλαβίζει. Αργότερα, ένας παπάς, ο Γεώργιος Τσουκαλάς, που τους βάφτισε ένα παιδί, σαν κουμπάρος, έμπαινε στο σπίτι με το δικαίωμα της πνευματικής συγγένειας. Αυτός στάθηκε ο πρώτος δάσκαλος της Ελισάβετ. Της έκανε μάθημα δύο φορές… το μήνα. Έπειτα ο Γεώργιος Ρουμαντζάς, ιερωμένος κι αυτός, διάκος, – γέρος όμως, – και τέλος ο σοφός ιερομόναχος Θεοδόσιος Δημάδης, που είχε κραχτεί από την Κωνσταντινούπολη, να παραδίδει στο Δημόσιο Σχολείο. Αυτοί οι τρεις την έμαθαν Ελληνικά, αρχαία και εκκλησιαστικά. Ο πατέρας της, μια φορά στην εξοχή, για γούστο, την άρχισε Ιταλικά. Την εξακολούθησε λίγο, έπειτα βαρέθηκε και την άφησε. Κι η Ελισάβετ τελειοποιήθηκε στη γλώσσα μονάχη της. Μονάχη της σχεδόν έμαθε αργότερα και τα Γαλλικά.
Έτσι μπορούσε να διαβάζει και στις τρεις αυτές γλώσσες βιβλία από την πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα της. αλλά δεν λέγεται τι τράβηξε ως που να το κατορθώσει! Γιατ’ οι δικοί της όλοι, κι η μητέρα της ακόμα, δεν την άφηναν παρά με χίλια στανιά. Είχαν, βλέπετε, την ιδέα πως οι «κοπέλες» δεν είναι για γράμματα και πως τα γράμματα χαλούσαν το μυαλό της κοπέλας τους και την εμπόδιζαν να καταγίνεται στα εργόχειρα και στο νοικοκυριό. Μόνο στο τέλος, αφού είδαν πια την μεγάλη της επίδοση, την άφησαν και μάλιστα τη βοηθούσαν. Σ’ αυτό τουλάχιστο, η θέληση κι η επιμονή της Ελισάβετ τους είχε νικήσει.
Μπορούμε τώρα να πούμε πως η Ελισάβετ άρχισε να γράφει από τότε που άρχισε να σπουδάζει. Διάβαζε Αισώπειους Μύθους; Έγραφε κι αυτή ένα Αισώπειο μύθο. Διάβαζε ένα διάλογο του Λουκιανού; Έγραψε κι αυτή διάλογο. Διάβαζε ένα διήγημα του Φρατζέσκου Σουάβε; Έγραφε κι αυτή ένα διήγημα. Μια τραγωδία; Μια τραγωδία. Σε όλες τις γλώσσες που ήξερε, μάλλον που εσπούδαζε. Πότε Ελληνικά αρχαία, πότε Ιταλικά, πότε απλοελληνικά. Έτσι έγραψε στην ζωή της χιλίων ειδών πράγματα, από λυρικά ποιήματα ως μια πραγματεία περί οικονομίας. Αλλά σιγά – σιγά, η ιδιοφυΐα της που σκορπιζόταν πρώτα εδώ κι εκεί, συγκεντρώθηκε στο δράμα, στο θέατρο. Η Ελισάβετ κατάλαβε πως γι αυτό ήταν γεννημένη. Και το περισσότερο έγραψε έργα θεατρικά. Μόνο το καλοκαίρι, όταν έκανε πολλή ζέστη, ξεκουραζόταν με τίποτα ελαφρότερο, ευκολότερο. Αλλ’ άμα έμπαινε Σεπτέμβρης, άμα δρόσιζε ο καιρός, καταπιανόταν στην τραγωδία που θέλει περισσότερη «επιμέλεια». Αυτό τέλοσπάντων ήταν το κυριότερο της έργο. Και στον κατάλογο των συγγραμάτων της, βλέπουμε 13 Ελληνικά κομμάτια και 16 Ιταλικά, που 8 από τα πρώτα και 14 από τα δεύτερα είναι δράματα, τραγωδίες και κωμωδίες. Την αξία τους δεν την ξέρουμε βέβαια, τη μαντεύουμε όμως. Εκείνο που ξέρουμε μόνο είναι ότι ο τύπος αυτών των έργων είναι ο κλασσικός η νεοκλασσικός. Η Ελισάβετ είχε σπουδάσει καλά τους κανόνες της δραματικής τέχνης κι έγραφε πάντα με τρεις Αριστοτελικές ενότητες, «τόπου, χρόνου και πράξεως». Μόνο στην αρχή, όταν δεν τα ‘ξερε καλά αυτά, έγραφε κωμωδίες που έμοιαζαν περισσότερο με μυθιστόρημα. Αλλά ύστερα κανονίστηκε στην εντέλεια, και τα πρώτα της έργα, τα άτεχνα, δεν τα παρουσίαζε παρά ως δείγματα του τι μπορεί να κάνει η ιδιοφυΐα μονάχη της, ή όπως λέει η ίδια «εις ποιον βαθμόν δύναται να φθάσει η δύναμις της φύσεως, όταν η μαύρη δεν έχει την βοήθεια της τέχνης».
Μ’ όλα αυτά, ούτε στα θεατρικά της έργα η Ελισάβετ δεν έδινε τόσο μεγάλη σημασία. Και το κυριότερο φιλολογικό της όνειρο ήταν, τι νομίζετε; – να μεταφράσει στην απλοελληνική τους αρχαίους συγγραφείς, τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους κλασσικούς Ιταλούς, για να ωφελήσει την κοινωνία του τόπου της και ν’ αποκτήσει κι αυτή – «ανοησίες παιδιάτικες» λέει, – τιμή και δόξα. Είχε μεταφράσει κιόλα τον «Προμηθέα» του Αισχύλου και την Οδύσσεια. Στο Μοναστήρι, όπου ονειρευόταν να ησυχάσει, σ΄αυτό θα καταγινόταν, σ’ αυτό θ’ αφιέρωνε τις πνευματικές τις δυνάμεις και τα υλικά της μέσα. Γιατί το «προικιό» της, – που μετά το θάνατό μάλιστα του θείου της Λογοθέτη, έγινε αρκετά μεγάλο, – δεν θα το έπαιρνε κανένας Μαρτινέγκος. Αλλά θα το χρησιμοποιούσε αυτή για να ζει ειρηνικά κι άνετα στο μοναστήρι, να εργάζεται και να τυπώνει προ πάντων τις κοσμοσωτήριες μεταφράσεις της.
Αλλά πως της ήρθε αυτή η ιδέα του Μοναστηριού; Είναι περίεργο: από ένα μωρουδίστικο πανταλονάκι, το πανταλονάκι του μικρού της αδελφού! Μια μέρα η μητέρα της της το έδωσε για να του περάσει ένα κορδόνι. Η Ελισάβετ, που ευκολότερα θα έγραφε μια τραγωδία δεν τα κατάφερε. Η μητέρα της τότε θύμωσε και της φώναξε: «Για τίποτε δε είσαι συ! Τίποτα δεν ξέρεις να κάνεις. δεν μπορείς να ζήσεις στον κόσμο! Είσαι μόνο για να γίνεις καλόγρια». Και το λόγο αυτόν της μητέρας της, η Ελισάβετ τον πήρε για … θεόπνευστο, κι από τότε της μπήκε και της καρφώθηκε η ιδέα. Από θρησκοληψία; Όχι, θρησκόληπτη δεν ήταν. Είχε μόνο βαθειά και θερμή την πίστη που είχαν όλοι οι άνθρωποι εκείνου του καιρού. Αλλ’ από τον πόθο της ελευθερίας της, τόσο ζωηρό στη σκλαβιά του σπιτιού της. Δεν ήθελε να γίνει καλόγρια, όπως άλλα κορίτσια του καιρού της, για ν’ αποφύγει την αμαρτία του γάμου, να διατηρήσει την παρθενιά της, να γίνει «νύφη του Χριστού». Τίποτα τέτοια δεν μας λέει πουθενά. Ήθελε το Μοναστήρι μόνο γιατί ενόμιζε πως εκεί μέσα θα ζούσε πιο ελεύθερη και πιο ευτυχισμένη και πως θα μπορούσε να εργάζεται καλύτερα παρά στο σπίτι το πατρικό της ή και το συζυγικό. Γιατί ούτε στο γάμο δεν είχε τόση πεποίθηση πως αυτός θα την ελευθέρωνε. Μπορούσε, έλεγε, να της τύχει ένας άντρας τόσο τυραννικός, όσο ήταν κι ο πατέρας της.
Εννοείται όμως πως στο πνεύμα της, με τον καιρό, η ιδέα του Μοναστηριού έλαβε μεγάλη εξέλιξη. Πρώτα ήταν το γυναικείο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου στο Κάστρο της Ζακύνθου, που όταν ήταν μικρή, το είχε ιδή κάμποσες φορές και της άρεσε για τη θέα του και για τα περιβόλια του. Έπειτα ήταν ένα μοναστήρι οποιοδήποτε, ονειρευτό, είτε στη Βενετία, αν θα την επέτρεπαν να διατηρήσει ορθόδοξο δόγμα, είτε στη Ρωσία. Έναν καιρό μάλιστα, για να την ξεφορτωθούν ίσως και να την ησυχάσουν, της το είχαν υποσχεθεί και ο πατέρας της και ο αδελφός της, αλλά στο τέλος, όταν είδε πως δεν το είχαν στο νου τους να το φροντίσουν, η Ελισάβετ σκέφτηκε κι εζήτησε ν’ αποσυρθεί σε κάποιο εξοχικό σπίτι των Μουτζαίων και να ζήσει εκεί μονάχη της σαν σε Μοναστήρι. Δεν θέλησαν να τ’ ακούσουν ούτε αυτό. Κι αφού της απέτυχε κι η απόπειρα που έκαμε να δραπετεύσει απ’ το πατρικό της σπίτι, να μπει σ’ ένα βαπόρι και να πάει μονάχη της στη Βενετία – μια τραγική νυχτερινή περιπέτεια, που τη διηγηθήκαμε την άλλη φορά -, η Ελισάβετ είδε κι απόειδε, πείστηκε πως για ένα οποιονδήποτε λόγο, ο Θεός αυτό δεν το ήθελε, εγκαρτέρησε, υποτάχτηκε και δέχτηκε… το γαμπρό.
Αυτή είναι όλη η ζωή της. Ένας αγώνας για ευγενικά όνειρα, για ανώτερα ιδανικά, που άλλα τα πραγματοποίησε αρκετά, – όπως το όνειρο της τέλειας μόρφωσης, – άλλα τα μισοπραγματοποίησε, κι άλλα αναγκάστηκε να τα παραιτήσει ως απραγματοποίητα. Ο θάνατος, ένας πρόωρος θάνατος, έκοψε την ωραία αυτή ζωή που με τους ίδιους αγώνες θα εξακολουθούσε και βέβαια θα παρουσίαζε νίκες μεγαλύτερες. Γιατί η παντρεμένη αποκτούσε πια μια ελευθερία μεγαλύτερη. Μ’ αυτή, που ήταν πάντα το πιο αγαπητό της όνειρο, δεν την χάρηκε παρά δυο χρόνια. Όσο για το χαρακτήρα της, που τόσο ζωηρά ξεπροβάλλει από την Αυτοβιογραφία , ήταν ένας χαρακτήρας κοριτσιού υπερευαίσθητου, πολύ αισθαντικού, αλλά με τόση αυτοκράτηση, ώστε να νικά και τις ίδιες του τις υπερευαισθησίες. Μια φορά, παραδείγματος χάρι έπεσε κεραυνός κι έκαψε μια νέα γειτόνισσα της Ελισάβετ, ένα κορίτσι στολισμένο μ’ όλες τις αρετές. Αυτό της έκαμε εντύπωση καταπληκτική, την αναστάτωσε. Γιατί ως τότε πίστευε πως ο θεός δε ρίχνει τους κεραυνούς του, παρά για να καίει κακούς. Να όμως που οι κεραυνοί έπεφταν επί «δικαίους και αδίκους». Αποτέλεσμα αυτής της σκέψης ήταν ένας παθολογικός πια φόβος που κυρίευσε την Ελισάβετ για πολύν καιρό αναπαρίστανε το φριχτό θάνατο της νέας εκείνης και συλλογιζόταν πως με τον ίδιο μπορούσε να πεθάνει κι αυτή. κι όταν άστραφτε κι εβροντούσε, έτρεμε σύσσωμη, αρρώσταινε. Μα είδε κι η ίδια πως αυτό ήταν μια υπερβολή, έβαλε όλη της τη δύναμη, προσπάθησε να μην φαντάζεται πια εκείνο το θάνατο, νίκησε την υπερευαισθησία της κι έφτασε να μην φοβάται πια καθόλου. Τίποτα ίσως δεν μας δείχνει καλύτερ’ απ’ αυτό το επεισόδιο την αισθαντικότητα της και τη δύναμή της, που είναι τα δύο κυριότερα γνωρίσματα του χαρακτήρα της. Υπερευαίσθητη και δυνατή. Το ελάχιστο πράγμα, ένας απλός λόγος, μπορούσε να την φέρει εις την αρρώστια, ως την παραφρόνυση. Αλλά η θέλησή τη σταματούσε πάντα στα πρόθυρα. και γινόταν πάλι λογική και ήσυχη. με την ίδια θέληση που νικούσε τον εαυτό της, με την ίδια επιμονή, με την ίδια υπομονή, νικούσε ως ένα βαθμό και τους άλλους. Κι αν θελήσουμε τώρα να κρίνουμε και την αξία του λογοτεχνικού της έργου μόνο απ’ αυτόν τον χαρακτήρα, θα την βρούμε σημαντική. Γιατί η Ελισάβετ είχε ακριβώς το χαρακτήρα, η τη ψυχοσύσταση του δημιουργικού συγγραφέα, του ποιητή, του καλλιτέχνη, που δεν είναι παρά μια υπερευαισθησία υποταγμένη με μεγάλη θέληση στο νόημα και στον κανόνα της Τέχνης. Αλλά σε ποιο βαθμό κατόρθωνε η ποιήτριά μας αυτή την καθυπόταξη, θα το κρίναμε μόνο αν εβλέπαμε τα έργα της.
Στη μορφή της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου έλαμπαν όλα τα ψυχικά της χαρίσματα. Όμορφη καθαυτό μπορεί να μην ήταν, είχε όμως ζωηρά κι έντονα χαρακτηριστικά, θαυμάσια μάτια προπάντων που έδειχναν και την ευφυΐα της και την ευαισθησία της και τη θέλησή της. Στη Δημόσια βιβλιοθήκη Ζακύνθου έβλεπα την εικόνα της, μια ελαιογραφία, χαρισμένη νομίζω από το γιο της. Θα υπάρχει ακόμα. Κι ίσως το Λύκειό σας, κυρίες μου, θα μπορούσε να προμηθευτεί εν’ αντίγραφο, έστω και φωτογραφικό, για ν’ αναρτήσει και την εικόνα της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου στην αίθουσά του, μαζί με τις εικόνες των άλλων επιφανών Ελληνίδων που τη στολίζουν σεμνά.
Γρηγόριος Ξενόπουλος